- λιναρόλαδο
- το льняное масло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιναρόλαδο — το το λινέλαιο … Dictionary of Greek
λινέλαιο — το (AM λινέλαιον Μ και λινέλιν) ξηραινόμενο έλαιο που λαμβάνεται με έκθλιψη τών σπερμάτων τού λιναριού και χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή ελαιοχρωμάτων, κν. λιναρόλαδο … Dictionary of Greek
λινέλαιο — το λάδι από σπόρους λιναριού, το λιναρόλαδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)